γονιασμένος

γονιασμένος
-η, -ο
(για κηρήθρες μελισσών) γεμάτος με γόνο, ακαθάριστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γονιασμένος — η, ο (για το κερί), ακάθαρτος: Το κερί που έφερες ήταν γονιασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”